μάρη

μάρη
μάρη, ἡ (Α)
χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε *r / n. Το θ. σε -n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh «παίρνω στα χέρια, διοικώ», ενώ το θ. σε -r εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. mārr «τείνω». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «χέρι» τού τ. μάρη, υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «εύκολος» (πρβλ. τη σημ. τού ευμαρής) και συνδέεται με τη λ. μέρος. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. είναι θηλυκού γένους ή μήπως πρέπει να θεωρηθεί πληθ. αριθμός ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο θέμα (τὸ μάρος - τὰ μάρη). Η λ. μάρη ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα σύνθετα ευμαρής και δυσμαρής (πρβλ. ευχερής, δυσχερής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάρη — hand fem nom/voc sg (epic ionic) μάρις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρῃ — μάρη hand fem dat sg (epic ionic) μάρηι , μάρις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρη — Μάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μάρης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάραι — μάρη hand fem nom/voc pl μάρᾱͅ , μάρη hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρηι — μάρῃ , μάρη hand fem dat sg (epic ionic) μάρις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρᾶν — μάρη hand fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρέων — μάρη hand fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρῶν — μάρη hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρην — μάρη hand fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρης — μάρη hand fem gen sg (epic ionic) μάρις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”